δεματιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δεματιά οι δεματιές
      γενική της δεματιάς των δεματιών
    αιτιατική τη δεματιά τις δεματιές
     κλητική δεματιά δεματιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δεματιά < δεμάτι + -ιά

Ουσιαστικό

δεματιά θηλυκό

  1. (φυτό) το δεματόχορτο
  2. (συνεκδοχικά) το δεμάτι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.