δεκοχτούρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δεκοχτούρα οι δεκοχτούρες
      γενική της δεκοχτούρας
    αιτιατική τη δεκοχτούρα τις δεκοχτούρες
     κλητική δεκοχτούρα δεκοχτούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δεκοχτούρα < δεκ(α)οχτ(ώ) + -ούρα, από την κραυγή του πουλιού που θυμίζει αυτή τη λέξη
δεκοχτούρες

Ουσιαστικό

δεκοχτούρα θηλυκό

  • (πτηνό) είδος άγριου περιστεριού (επιστημονική ονομασία: Streptopelia decaocto)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.