δεκατημόριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δεκατημόριο | τα | δεκατημόρια |
| γενική | του | δεκατημορίου & δεκατημόριου |
των | δεκατημορίων |
| αιτιατική | το | δεκατημόριο | τα | δεκατημόρια |
| κλητική | δεκατημόριο | δεκατημόρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δεκατημόριο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δεκατημόριον < (δέκατος) δεκατη- + μόριον [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðe.ka.tiˈmo.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δε‐κα‐τη‐μό‐ρι‐ο
Ουσιαστικό
δεκατημόριο ουδέτερο
- το ένα δέκατο ενός πληθυσμού, ενός στατιστικού δείγματος κλπ
- ※ Σε αυτή την περίπτωση η διανομή των καρβελιών θα ήταν ως εξής: το πρώτο και φτωχότερο δεκατημόριο θα είχε το 1% των καρβελιών, το δέκατο και πλουσιότερο δεκατημόριο θα είχε το 19% και τα ενδιάμεσα δεκατημόρια θα είχαν όπως πριν το 10%. (Θεόδωρος Π. Λιανός, Η φτώχεια στον κόσμο, άρθρο στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 10 Αοριλίου 1999)
Μεταφράσεις
δεκατημόριο
|
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.