δεκάδραχμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δεκάδραχμο | τα | δεκάδραχμα |
| γενική | του | δεκάδραχμου | των | δεκάδραχμων |
| αιτιατική | το | δεκάδραχμο | τα | δεκάδραχμα |
| κλητική | δεκάδραχμο | δεκάδραχμα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δεκάδραχμο < δεκά- + -δραχμο
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
δεκάδραχμο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.