δεδουλευμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δεδουλευμένος η δεδουλευμένη το δεδουλευμένο
      γενική του δεδουλευμένου της δεδουλευμένης του δεδουλευμένου
    αιτιατική τον δεδουλευμένο τη δεδουλευμένη το δεδουλευμένο
     κλητική δεδουλευμένε δεδουλευμένη δεδουλευμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δεδουλευμένοι οι δεδουλευμένες τα δεδουλευμένα
      γενική των δεδουλευμένων των δεδουλευμένων των δεδουλευμένων
    αιτιατική τους δεδουλευμένους τις δεδουλευμένες τα δεδουλευμένα
     κλητική δεδουλευμένοι δεδουλευμένες δεδουλευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δεδουλευμένος < λόγια παθητική μετοχή παρακειμένου του δουλεύω

Μετοχή

δεδουλευμένος -η -ο

  1. για αμοιβή εργασίας που έχει ήδη προσφερθεί σε έναν εργοδότη
  2. (ως ουσιαστικό) τα δεδουλευμένα: η αμοιβή για εργασία που έχει ήδη προσφερθεί σε έναν εργοδότη
    οι ωρομίσθιοι καθηγητές ακόμα ζητούν να τους καταβληθούν τα δεδουλευμένα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.