δεδουλευμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δεδουλευμένος | η | δεδουλευμένη | το | δεδουλευμένο |
| γενική | του | δεδουλευμένου | της | δεδουλευμένης | του | δεδουλευμένου |
| αιτιατική | τον | δεδουλευμένο | τη | δεδουλευμένη | το | δεδουλευμένο |
| κλητική | δεδουλευμένε | δεδουλευμένη | δεδουλευμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δεδουλευμένοι | οι | δεδουλευμένες | τα | δεδουλευμένα |
| γενική | των | δεδουλευμένων | των | δεδουλευμένων | των | δεδουλευμένων |
| αιτιατική | τους | δεδουλευμένους | τις | δεδουλευμένες | τα | δεδουλευμένα |
| κλητική | δεδουλευμένοι | δεδουλευμένες | δεδουλευμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δεδουλευμένος < λόγια παθητική μετοχή παρακειμένου του δουλεύω
Μετοχή
δεδουλευμένος -η -ο
- για αμοιβή εργασίας που έχει ήδη προσφερθεί σε έναν εργοδότη
- (ως ουσιαστικό) τα δεδουλευμένα: η αμοιβή για εργασία που έχει ήδη προσφερθεί σε έναν εργοδότη
- οι ωρομίσθιοι καθηγητές ακόμα ζητούν να τους καταβληθούν τα δεδουλευμένα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.