δασομυωξός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δασομυωξός οι δασομυωξοί
      γενική του δασομυωξού των δασομυωξών
    αιτιατική τον δασομυωξό τους δασομυωξούς
     κλητική δασομυωξέ δασομυωξοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δασομυωξός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

δασομυωξός αρσενικό

  • μικρό τρωκτικό της οικογένειας των μυωξιδών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.