δαντικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δαντικός η δαντική το δαντικό
      γενική του δαντικού της δαντικής του δαντικού
    αιτιατική τον δαντικό τη δαντική το δαντικό
     κλητική δαντικέ δαντική δαντικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δαντικοί οι δαντικές τα δαντικά
      γενική των δαντικών των δαντικών των δαντικών
    αιτιατική τους δαντικούς τις δαντικές τα δαντικά
     κλητική δαντικοί δαντικές δαντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δαντικός < Δάντης < ιταλική Dante

Επίθετο

δαντικός -ή -ό

  • ο σχετικός με το έργο του Δάντη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.