δαντελωτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δαντελωτός η δαντελωτή το δαντελωτό
      γενική του δαντελωτού της δαντελωτής του δαντελωτού
    αιτιατική τον δαντελωτό τη δαντελωτή το δαντελωτό
     κλητική δαντελωτέ δαντελωτή δαντελωτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δαντελωτοί οι δαντελωτές τα δαντελωτά
      γενική των δαντελωτών των δαντελωτών των δαντελωτών
    αιτιατική τους δαντελωτούς τις δαντελωτές τα δαντελωτά
     κλητική δαντελωτοί δαντελωτές δαντελωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δαντελωτός < δαντέλ(α) + -ωτός

Επίθετο

δαντελωτός, -ή, -ό

  1. διακοσμημένος με δαντέλα
    Τι ωραίο δαντελωτό τραπεζομάντιλο!
  2. που έχει περίγραμμα που μοιάζει με δαντέλα
    δαντελωτές ακρογιαλιές

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.