δαντελωτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δαντελωτός | η | δαντελωτή | το | δαντελωτό |
| γενική | του | δαντελωτού | της | δαντελωτής | του | δαντελωτού |
| αιτιατική | τον | δαντελωτό | τη | δαντελωτή | το | δαντελωτό |
| κλητική | δαντελωτέ | δαντελωτή | δαντελωτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δαντελωτοί | οι | δαντελωτές | τα | δαντελωτά |
| γενική | των | δαντελωτών | των | δαντελωτών | των | δαντελωτών |
| αιτιατική | τους | δαντελωτούς | τις | δαντελωτές | τα | δαντελωτά |
| κλητική | δαντελωτοί | δαντελωτές | δαντελωτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
δαντελωτός, -ή, -ό
- διακοσμημένος με δαντέλα
- Τι ωραίο δαντελωτό τραπεζομάντιλο!
- που έχει περίγραμμα που μοιάζει με δαντέλα
- δαντελωτές ακρογιαλιές
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη δαντέλα
Μεταφράσεις
δαντελωτός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.