δαιμονολατρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δαιμονολατρία | οι | δαιμονολατρίες |
| γενική | της | δαιμονολατρίας | των | δαιμονολατριών |
| αιτιατική | τη | δαιμονολατρία | τις | δαιμονολατρίες |
| κλητική | δαιμονολατρία | δαιμονολατρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δαιμονολατρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική démonolâtrie < δαίμων + -λατρία
Μεταφράσεις
δαιμονολατρία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.