δίφρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | δίφρος | οι | δίφροι |
| γενική | του | δίφρου | των | δίφρων |
| αιτιατική | τον | δίφρο | τους | δίφρους |
| κλητική | δίφρε | δίφροι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δίφρος < αρχαία ελληνική δίφρος
Ουσιαστικό
δίφρος αρσενικό
- σκαμνάκι με τέσσερα ορθογώνια πόδια χωρίς πλάτη
- ο δίφρος θεωρούνταν από τους αρχαίους Έλληνες το απλούστερο και ευτελέστερο μεταξύ των καθισμάτων έπιπλο
- δίφρος οκλαδίας: σκαμνάκι αναδιπλούμενο.
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- δίφρος < δίφορος
Ουσιαστικό
δίφρος αρσενικό
Αναφορές
- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.