δέρνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δέρνομαι < αρχαία ελληνική δέρω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈðeɾ.no.me/

Ρήμα

δέρνομαι (ενεργητικό δέρνω)

 συνώνυμα: θρηνώ, οδύρομαι
όσο κι αν κλαις κι αν δέρνεσαι, δεν θα αλλάξει τίποτε


Εκφράσεις

  • (φεύγω) σαν δαρμένο σκυλί : με εξευτελιστικό τρόπο

Σύνθετα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.