delta

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

delta < (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική δέλτα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈdɛltə/
 

Ουσιαστικό

delta (en)

  1. το γράμμα δ του ελληνικού αλφαβήτου
  2. το δέλτα ενός ποταμού
  3. το γράμμα D στο φωνητικό αλφάβητο του NATO



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

delta (fr) αρσενικό

  1. το γράμμα δέλτα
  2. το δέλτα ενός ποταμού

Συγγενικά

Σύνθετα



Πολωνικά (pl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

delta (pl) αρσενικό

  • το γράμμα του ελληνικού αλφάβητου: δέλτα



Σουηδικά (sv)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

delta (sv)

  1. το γράμμα δέλτα
  2. το δέλτα ενός ποταμού

Ρήμα

delta (sv)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.