delta
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- delta < (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική δέλτα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈdɛltə/
- ⓘ
Ουσιαστικό
delta (en)
- το γράμμα δ του ελληνικού αλφαβήτου
- το δέλτα ενός ποταμού
- το γράμμα D στο φωνητικό αλφάβητο του NATO
Σουηδικά (sv)
Προφορά
- ⓘ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.