ερωτοδουλειά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ερωτοδουλειά | οι | ερωτοδουλειές |
| γενική | της | ερωτοδουλειάς | των | ερωτοδουλειών |
| αιτιατική | την | ερωτοδουλειά | τις | ερωτοδουλειές |
| κλητική | ερωτοδουλειά | ερωτοδουλειές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ερωτοδουλειά θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.