γυαλάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γυαλάκι τα γυαλάκια
      γενική
    αιτιατική το γυαλάκι τα γυαλάκια
     κλητική γυαλάκι γυαλάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γυαλάκι < γυαλ(ί) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Προφορά

ΔΦΑ : /ʝaˈla.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γυαλάκι

Ουσιαστικό

γυαλάκι ουδέτερο

  1. μικρό κομμάτι γυαλιού
  2. (στον πληθυντικό)  δείτε τη λέξη γυαλάκια

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε γυαλί

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.