γρονθοπατινάδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γρονθοπατινάδα οι γρονθοπατινάδες
      γενική της γρονθοπατινάδας των γρονθοπατινάδων
    αιτιατική τη γρονθοπατινάδα τις γρονθοπατινάδες
     κλητική γρονθοπατινάδα γρονθοπατινάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γρονθοπατινάδα < γρόνθος + -ο- + πατινάδα

Ουσιαστικό

γρονθοπατινάδα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.