γρονθοπατινάδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γρονθοπατινάδα | οι | γρονθοπατινάδες |
| γενική | της | γρονθοπατινάδας | των | γρονθοπατινάδων |
| αιτιατική | τη | γρονθοπατινάδα | τις | γρονθοπατινάδες |
| κλητική | γρονθοπατινάδα | γρονθοπατινάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
γρονθοπατινάδα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.