γρηγορότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γρηγορότητα οι γρηγορότητες
      γενική της γρηγορότητας των γρηγοροτήτων
    αιτιατική τη γρηγορότητα τις γρηγορότητες
     κλητική γρηγορότητα γρηγορότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γρηγορότητα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

γρηγορότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.