γραμματοκομιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γραμματοκομιστής οι γραμματοκομιστές
      γενική του γραμματοκομιστή των γραμματοκομιστών
    αιτιατική τον γραμματοκομιστή τους γραμματοκομιστές
     κλητική γραμματοκομιστή γραμματοκομιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γραμματοκομιστής < ελληνιστική κοινή γραμματοκομιστής

Ουσιαστικό

γραμματοκομιστής αρσενικό

  1. (παρωχημένο) αυτός που μεταφέρει και παραδίδει επιστολές σε κάποιον
  2. (παρωχημένο, επάγγελμα) ταχυδρόμος
      Ήταν ο γραμματοκομιστής. Του είχε φέρει κάποιο γράμμα. (Ναπολέων Λαπαθιώτης Το κρανίο [διήγημα])

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.