γρέζι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γρέζι | τα | γρέζια |
| γενική | του | γρεζιού | των | γρεζιών |
| αιτιατική | το | γρέζι | τα | γρέζια |
| κλητική | γρέζι | γρέζια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γρέζι < ιταλική greggio
Ουσιαστικό
γρέζι ουδέτερο
- ανωμαλία που προέκυψε στην επιφάνεια ενός αντικειμένου κατά την κοπή του, συνήθως μεταλλικού
- μικροσκοπικό θραύσμα από αντικείμενο που κόπηκε
- (μεταφορικά) τραχύς ήχος (σε φωνή, μουσικό όργανο, χειρισμό χροιάς κτλ)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.