γουμένισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γουμένισσα | οι | γουμένισσες |
| γενική | της | γουμένισσας | των | γουμενισσών |
| αιτιατική | τη | γουμένισσα | τις | γουμένισσες |
| κλητική | γουμένισσα | γουμένισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
γουμένισσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.