γούμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γούμενος οι γούμενοι
      γενική του γούμενου των γούμενων
    αιτιατική τον γούμενο τους γούμενους
     κλητική γούμενε γούμενοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γούμενος < ηγούμενος

Ουσιαστικό

γούμενος αρσενικό

  • (λαϊκότροπο) (ποιητικός τύπος) άλλη μορφή του ηγούμενος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.