γονδολιέρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γονδολιέρης | οι | γονδολιέρηδες |
| γενική | του | γονδολιέρη | των | γονδολιέρηδων |
| αιτιατική | τον | γονδολιέρη | τους | γονδολιέρηδες |
| κλητική | γονδολιέρη | γονδολιέρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣon.ðoˈʎe.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γον‐δο‐λιέ‐ρης
Αναφορές
- γονδολιέρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.