γνωσιολογικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γνωσιολογικός | η | γνωσιολογική | το | γνωσιολογικό |
| γενική | του | γνωσιολογικού | της | γνωσιολογικής | του | γνωσιολογικού |
| αιτιατική | τον | γνωσιολογικό | τη | γνωσιολογική | το | γνωσιολογικό |
| κλητική | γνωσιολογικέ | γνωσιολογική | γνωσιολογικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γνωσιολογικοί | οι | γνωσιολογικές | τα | γνωσιολογικά |
| γενική | των | γνωσιολογικών | των | γνωσιολογικών | των | γνωσιολογικών |
| αιτιατική | τους | γνωσιολογικούς | τις | γνωσιολογικές | τα | γνωσιολογικά |
| κλητική | γνωσιολογικοί | γνωσιολογικές | γνωσιολογικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γνωσιολογικός < γνωσιολογία + -ικός
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
γνωσιολογικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.