γλωσσίτσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γλωσσίτσα οι γλωσσίτσες
      γενική της γλωσσίτσας
    αιτιατική τη γλωσσίτσα τις γλωσσίτσες
     κλητική γλωσσίτσα γλωσσίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γλωσσίτσα < γλώσσ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα

Ουσιαστικό

γλωσσίτσα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.