γλεῦκος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | γλεῦκος | τὰ | γλεύκη - γλεύκεᾰ |
| γενική | τοῦ | γλεύκους - γλεύκεος | τῶν | γλευκῶν - γλευκέων |
| δοτική | τῷ | γλεύκει - γλεύκεῐ̈ | τοῖς | γλεύκεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | γλεῦκος | τὰ | γλεύκη - γλεύκεα |
| κλητική ὦ! | γλεῦκος | γλεύκη - γλεύκεα | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γλεύκει - γλεύκεε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | γλευκοῖν - γλευκέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «σκεῦος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γλεῦκος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
γλεῦκος, -εος/-ους ουδέτερο, λατινικά mustum
- το γλεύκος, ο μούστος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, De diaeta, 2.52, p. 556, @scaife.perseus
- Αἱ τρύγες στεμφυλίτιδες ὑγραίνουσι καὶ ὑπάγουσι καὶ φυσῶσι, διότι καὶ τὸ γλεῦκος τὸ αὐτὸ ποιέει.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Προβλήματα (αμφίβολο)w Ὅσα περὶ θάμνους καὶ λαχανώδη, 20.23 @scaife.perseus
- ὑπὸ γὰρ τοῦ γλεύκους ὄντος φύσει ἡδέος αἱ μὲν τετρυγημέναι ῥᾶγες ὥσπερ ἐοίκασιν ἡδυσμέναι (ἀνάπλεῳ γάρ εἰσι καὶ ἔξωθεν), αἱ δ’ ἐπὶ τῶν βοτρύων ἀνήδυστοι.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ἠθικά Αἴτια φυσικά, 27 @scaife.perseus
- διὰ τί τὸ γλεῦκος, ἂν ὑπὸ ψύχους περιέχηται τὸ ἀγγεῖον, γλυκὺ διαμένει πολὺν χρόνον; πότερον ὅτι πέψις ἐστὶ τοῦ γλεύκους ἡ εἰς τὸ οἰνῶδες μεταβολὴ κωλύει δὲ τὴν πέψιν ἡ ψυχρότης, ὑπὸ θερμοῦ γὰρ ἡ πέψις·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, De diaeta, 2.52, p. 556, @scaife.perseus
- γλυκύτητα
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Προβλήματα (αμφίβολο)w Ὅσα περὶ ὀπώραν, 22.12 @scaife.perseus
- Διὰ τί τὰ γλυκέα ἧττον δοκεῖ γλυκέα εἶναι θερμὰ ὄντα ἢ ὅταν ψυχθῇ; πότερον ὅτι ἅμα δύο αἰσθήσεις γίνονται ἀμφοῖν, ὥστε ἡ τοῦ θερμοῦ ἐκκρούει τὴν ἑτέραν; ἢ ὅτι καὶ τὸ γλεῦκος θερμόν· ὥσπερ οὖν πῦρ γίνεται ἐπὶ πῦρ. κωλύει οὖν ἡ θερμότης.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Προβλήματα (αμφίβολο)w Ὅσα περὶ ὀπώραν, 22.12 @scaife.perseus
Συγγενικά
- ἀγλευκής
- ἀείγλευκος
- γλευκαγωγός
- γλευκάω
- γλεύκη
- γλευκηρός
- γλευκινίτης
- γλεύκινος
- γλεύκιον
- γλευκίρινον
- γλευκίτης
- γλευκοπότης
- πολύγλευκος
Πηγές
- γλεῦκος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γλεῦκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.