γλάκιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γλάκιο τα γλάκια
      γενική του γλάκιου των γλάκιων
    αιτιατική το γλάκιο τα γλάκια
     κλητική γλάκιο γλάκια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γλάκιο < γλακώ

Ουσιαστικό

γλάκιο ουδέτερο

  Στο βίτσιμα 'πιανε πουλιά, στο πέταμα γεράκια, στο γλάκιο και στο πήδημα τα λάφια και τ' αγρίμια (Δημοτικό τραγούδι: ο θάνατος του Διγενή)

Συνώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.