γκόμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γκόμα οι γκόμες
      γενική της γκόμας των γκομών
    αιτιατική την γκόμα τις γκόμες
     κλητική γκόμα γκόμες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γκόμα < βενετική goma < ιταλική gomma < υστερολατινική gumma / cumma < λατινική commis < αρχαία ελληνική κόμμι (αντιδάνειο) < αρχαία αιγυπτιακά ḳmj.t

Ουσιαστικό

γκόμα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.