γκρουπιέρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γκρουπιέρης οι γκρουπιέρηδες
      γενική του γκρουπιέρη των γκρουπιέρηδων
    αιτιατική τον γκρουπιέρη τους γκρουπιέρηδες
     κλητική γκρουπιέρη γκρουπιέρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γκρουπιέρης < κρουπιέρης από συμπροφορά με το άρθρο στην αιτιατική: ton kɾuˈpçe.ɾi > toŋ‿ɡɾuˈpçe.ɾi > ɡɾuˈpçe.ɾis [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ɡɾuˈpçe.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γκρουπιέρης

Ουσιαστικό

γκρουπιέρης αρσενικό (θηλυκό και γκρουπιέρισσα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.