γκριζάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γκριζάρισμα τα γκριζαρίσματα
      γενική του γκριζαρίσματος των γκριζαρισμάτων
    αιτιατική το γκριζάρισμα τα γκριζαρίσματα
     κλητική γκριζάρισμα γκριζαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γκριζάρισμα < γκριζάρω, γκριζαρισ- + -μα

Προφορά

ΔΦΑ : /ɡɾiˈza.ɾi.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γκριζάρισμα

Ουσιαστικό

γκριζάρισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

Πηγές

  • γκριζάρισμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.