γκρίζο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γκρίζο τα γκρίζα
      γενική του γκρίζου των γκρίζων
    αιτιατική το γκρίζο τα γκρίζα
     κλητική γκρίζο γκρίζα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ουρανός με γκρίζο χρώμα.

Ετυμολογία

γκρίζο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου γκρίζος (άμεσο δάνειο) βενετική griso, ιταλικά grigio ή από την υστερολατινικά griseus. Δείτε και γκρι

Ουσιαστικό

γκρίζο ουδέτερο

  • (χρώμα)  δείτε τη λέξη γκρι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.