γκαραζιέρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γκαραζιέρης | οι | γκαραζιέρηδες |
| γενική | του | γκαραζιέρη | των | γκαραζιέρηδων |
| αιτιατική | τον | γκαραζιέρη | τους | γκαραζιέρηδες |
| κλητική | γκαραζιέρη | γκαραζιέρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.