γκαλά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γκαλά < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από τη γαλλική gala
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɡaˈla/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γκα‐λά
- παρώνυμο: καλά
Ουσιαστικό
γκαλά ουδέτερο άκλιτο
Συγγενικά
Μεταφράσεις
γκαλά
|
→ δείτε τη λέξη δεξίωση |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.