σουαρέ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σουαρέ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από τη γαλλική soirée
Προφορά
- ΔΦΑ : /su.aˈɾe/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σου‐α‐ρέ
Ουσιαστικό
σουαρέ ουδέτερο άκλιτο
- (παρωχημένο) απογευματινή - βραδινή κοινωνική συνάντηση σε σπίτι
- ※ Ένας απ' αυτούς, ένας νεαρός επιχειρηματίας που είχα γνωρίσει στο Βερολίνο, μας εξασφάλισε μια πρόσκληση για το σουαρέ που οργάνωνε ο γάλλος συνεταίρος του μετά την παράσταση. (Τεύκρος Μιχαηλίδης (2006) Πυθαγόρεια Εγκλήματα [μυθιστόρημα])
Μεταφράσεις
σουαρέ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.