γκάστρωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γκάστρωμα τα γκαστρώματα
      γενική του γκαστρώματος των γκαστρωμάτων
    αιτιατική το γκάστρωμα τα γκαστρώματα
     κλητική γκάστρωμα γκαστρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γκάστρωμα < γκαστρώνω + -μα

Ουσιαστικό

γκάστρωμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.