γιογουρτλού

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γιογουρτλού < (άμεσο δάνειο) τουρκική yoğurtlu

Προφορά

ΔΦΑ : /ʝo.ɣuɾtˈlu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γιογουρτλού

Ουσιαστικό

γιογουρτλού ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.