γιαούρτωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γιαούρτωμα | τα | γιαουρτώματα |
| γενική | του | γιαουρτώματος | των | γιαουρτωμάτων |
| αιτιατική | το | γιαούρτωμα | τα | γιαουρτώματα |
| κλητική | γιαούρτωμα | γιαουρτώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γιαούρτωμα < γιαουρτώνω + -μα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝaˈur.to.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : για‐ούρ‐τω‐μα
Ουσιαστικό
γιαούρτωμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του γιαουρτώνω
- ↪Το γιαούρτωμα ως αντίδραση. Το φαινόμενο να γιαουρτώνονται άτομα ξεκίνησε από νεαρά άτομα, τα οποία κατάγονταν από πλούσιες οικογένειες. Οι πρώτοι πυρήνες των νέων που γιαούρτωναν εμφανίστηκαν στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1950 στην Αθήνα, σε περιοχές όπως η Κυψέλη, το Θησείο και το Μεταξουργείο. (*)
Πηγές
- γιαούρτωμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- γιαούρτωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- γιαούρτωμα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- γιαούρτωμα pdf - Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'γιαούρτωμα'.
Μεταφράσεις
γιαούρτωμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.