γηριατρική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γηριατρική οι γηριατρικές
      γενική της γηριατρικής των γηριατρικών
    αιτιατική τη γηριατρική τις γηριατρικές
     κλητική γηριατρική γηριατρικές
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γηριατρική < γήρας + ιατρική

Ουσιαστικό

γηριατρική θηλυκό

  • Κλάδος της ιατρικής που μελετά την πρόληψη, διάγνωση και θεραπεία των ασθενειών των ηλικιωμένων.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.