γεώμηλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γεώμηλο τα γεώμηλα
      γενική του γεωμήλου
& γεώμηλου
των γεωμήλων
    αιτιατική το γεώμηλο τα γεώμηλα
     κλητική γεώμηλο γεώμηλα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γεώμηλο < γεω- + μήλο ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική pomme de terre)

Ουσιαστικό

γεώμηλο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.