γεωτρητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γεωτρητικός η γεωτρητική το γεωτρητικό
      γενική του γεωτρητικού της γεωτρητικής του γεωτρητικού
    αιτιατική τον γεωτρητικό τη γεωτρητική το γεωτρητικό
     κλητική γεωτρητικέ γεωτρητική γεωτρητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γεωτρητικοί οι γεωτρητικές τα γεωτρητικά
      γενική των γεωτρητικών των γεωτρητικών των γεωτρητικών
    αιτιατική τους γεωτρητικούς τις γεωτρητικές τα γεωτρητικά
     κλητική γεωτρητικοί γεωτρητικές γεωτρητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γεωτρητικός < γεώτρηση + -τικός

Επίθετο

γεωτρητικός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με την γεώτρηση, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.