γεωθερμική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γεωθερμική οι γεωθερμικές
      γενική της γεωθερμικής των γεωθερμικών
    αιτιατική τη γεωθερμική τις γεωθερμικές
     κλητική γεωθερμική γεωθερμικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γεωθερμική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου γεωθερμικός

Ουσιαστικό

γεωθερμική θηλυκό

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

γεωθερμική

Ομώνυμα / Ομόηχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.