γεροντολόγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η γεροντολόγος οι γεροντολόγοι
      γενική του/της γεροντολόγου των γεροντολόγων
    αιτιατική τον/τη γεροντολόγο τους/τις γεροντολόγους
     κλητική γεροντολόγε γεροντολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γεροντολόγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική gerontologist.[1] Αναλύεται σε γεροντο- + -λόγος

Ουσιαστικό

γεροντολόγος αρσενικό ή θηλυκό

  • (ιατρική, επάγγελμα) γιατρός που πήρε ειδικότητα στη γεροντολογία, γιατρός ειδικός στην αντιμετώπιση προβλημάτων υγείας κατά την τρίτη ηλικία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.