γενοβέζικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γενοβέζικος | η | γενοβέζικη | το | γενοβέζικο |
| γενική | του | γενοβέζικου | της | γενοβέζικης | του | γενοβέζικου |
| αιτιατική | τον | γενοβέζικο | τη | γενοβέζικη | το | γενοβέζικο |
| κλητική | γενοβέζικε | γενοβέζικη | γενοβέζικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γενοβέζικοι | οι | γενοβέζικες | τα | γενοβέζικα |
| γενική | των | γενοβέζικων | των | γενοβέζικων | των | γενοβέζικων |
| αιτιατική | τους | γενοβέζικους | τις | γενοβέζικες | τα | γενοβέζικα |
| κλητική | γενοβέζικοι | γενοβέζικες | γενοβέζικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
γενοβέζικος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.