γενική αεροπορία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η γενική αεροπορία
      γενική της γενικής αεροπορίας
    αιτιατική τη γενική αεροπορία
     κλητική γενική αεροπορία
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γενική αεροπορία <  δείτε τις λέξεις γενικός και αεροπορία, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική general aviation

Προφορά

ΔΦΑ : /ʝe.niˈci a.e.ɾo.poˈɾi.a/

Πολυλεκτικός όρος

γενική αεροπορία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.