γενική αεροπορία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γενική αεροπορία | ||
| γενική | της | γενικής αεροπορίας | ||
| αιτιατική | τη | γενική αεροπορία | ||
| κλητική | γενική αεροπορία | |||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γενική αεροπορία < → δείτε τις λέξεις γενικός και αεροπορία, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική general aviation
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝe.niˈci a.e.ɾo.poˈɾi.a/
Πολυλεκτικός όρος
γενική αεροπορία θηλυκό
- (αεροπορικός όρος) ο κλάδος της αεροπορίας ο οποίος εξαιρεί τόσο τη στρατιωτική όσο και την εμπορική μεταφορά επιβατών, όπως για παράδειγμα πτήσεις ξενάγησης, αναψυχής κ.λπ.
- ※ Μόνο η ευρωπαϊκή αγορά Γενικής Αεροπορίας συμβάλλει με περίπου 80 δισεκατομμύρια ευρώ στο ΑΕΠ της Ευρώπης και αποτελεί το βασικό πεδίο εκπαίδευσης για χειριστές αεροσκαφών των αεροπορικών εταιρειών με ετήσιο κύκλο εργασιών που υπερβαίνει το 1 δισεκατομμύριο ευρώ.
- Γιάννης Σταυλάς, Είναι η "Γενική Αεροπορία' η λύση για τη βιωσιμότητα των μικρών περιφερειακών αεροδρομίων;, metaforespress.gr, 7 Μαρτίου 2020
- ※ Μόνο η ευρωπαϊκή αγορά Γενικής Αεροπορίας συμβάλλει με περίπου 80 δισεκατομμύρια ευρώ στο ΑΕΠ της Ευρώπης και αποτελεί το βασικό πεδίο εκπαίδευσης για χειριστές αεροσκαφών των αεροπορικών εταιρειών με ετήσιο κύκλο εργασιών που υπερβαίνει το 1 δισεκατομμύριο ευρώ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.