γελοιογράφημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γελοιογράφημα τα γελοιογραφήματα
      γενική του γελοιογραφήματος των γελοιογραφημάτων
    αιτιατική το γελοιογράφημα τα γελοιογραφήματα
     κλητική γελοιογράφημα γελοιογραφήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γελοιογράφημα < γελοιογραφώ + -μα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική caricature)

Ουσιαστικό

γελοιογράφημα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.