γειτόνισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γειτόνισσα οι γειτόνισσες
      γενική της γειτόνισσας των γειτονισσών
    αιτιατική τη γειτόνισσα τις γειτόνισσες
     κλητική γειτόνισσα γειτόνισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γειτόνισσα < γείτονας + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

γειτόνισσα θηλυκό

 δείτε τη λέξη γείτονας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.