γειτονόπουλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γειτονόπουλο τα γειτονόπουλα
      γενική του γειτονόπουλου των γειτονόπουλων
    αιτιατική το γειτονόπουλο τα γειτονόπουλα
     κλητική γειτονόπουλο γειτονόπουλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γειτονόπουλο < γείτονας + υποκοριστικό επίθημα -όπουλο

Ουσιαστικό

γειτονόπουλο ουδέτερο

  1. παιδί που κατοικεί κοντά στο σπίτι κάποιου
    Έξω στις αλάνες παίζαμε με τα γειτονόπουλα την τυφλόμυγα, τη μακριά γαϊδούρα, το κουτσό ή τα πεντόβολα. (Γιάννης Καιροφύλας, Αναμνήσεις ενός Αθηναίου)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.