γαιήοχος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

γαιήοχος < γαία και ἔχω

Επίθετο

γαιήοχος αρσενικό (και γήϊος)

  1. που κινεί τη γη
    ἀλλά Ποσειδάων γαιήοχος ἐννοσίγαιος Ἀργείους ὄτρυνε βαθείης ἐξ ἁλός ἐλθών
  2. που κατέχει τη γη, που την προστατεύει
    γαιάοχε παγκρατὲς Ζεῦ

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.