γατσιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γατσιάζω < κατσιάζω με [k] > [ɣ] > κατσί + -άζω < μεσαιωνική ελληνική κατσίν
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣaˈt͡sça.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γα‐τσιά‐ζω
Ρήμα
γατσιάζω, αόρ.: γάτσιασα, μτχ.π.π.: γατσιασμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- (αμετάβατο) (ιδιωματικό) άλλη μορφή του κατσιάζω
- (αμετάβατο) ανατριχιάζω
- ≈ συνώνυμα: αναριτσιάζω
- (μεταβατικό) (παρωχημένο) ανασηκώνω τις τρίχες υφάσματος με κίνηση του χεριού μου στην επιφάνειά του (ιδίως βελούδου)
Παράγωγα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | γατσιάζω | γάτσιαζα | θα γατσιάζω | να γατσιάζω | γατσιάζοντας | |
| β' ενικ. | γατσιάζεις | γάτσιαζες | θα γατσιάζεις | να γατσιάζεις | γάτσιαζε | |
| γ' ενικ. | γατσιάζει | γάτσιαζε | θα γατσιάζει | να γατσιάζει | ||
| α' πληθ. | γατσιάζουμε | γατσιάζαμε | θα γατσιάζουμε | να γατσιάζουμε | ||
| β' πληθ. | γατσιάζετε | γατσιάζατε | θα γατσιάζετε | να γατσιάζετε | γατσιάζετε | |
| γ' πληθ. | γατσιάζουν(ε) | γάτσιαζαν γατσιάζαν(ε) |
θα γατσιάζουν(ε) | να γατσιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | γάτσιασα | θα γατσιάσω | να γατσιάσω | γατσιάσει | ||
| β' ενικ. | γάτσιασες | θα γατσιάσεις | να γατσιάσεις | γάτσιασε | ||
| γ' ενικ. | γάτσιασε | θα γατσιάσει | να γατσιάσει | |||
| α' πληθ. | γατσιάσαμε | θα γατσιάσουμε | να γατσιάσουμε | |||
| β' πληθ. | γατσιάσατε | θα γατσιάσετε | να γατσιάσετε | γατσιάστε | ||
| γ' πληθ. | γάτσιασαν γατσιάσαν(ε) |
θα γατσιάσουν(ε) | να γατσιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω γατσιάσει | είχα γατσιάσει | θα έχω γατσιάσει | να έχω γατσιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις γατσιάσει | είχες γατσιάσει | θα έχεις γατσιάσει | να έχεις γατσιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει γατσιάσει | είχε γατσιάσει | θα έχει γατσιάσει | να έχει γατσιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε γατσιάσει | είχαμε γατσιάσει | θα έχουμε γατσιάσει | να έχουμε γατσιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε γατσιάσει | είχατε γατσιάσει | θα έχετε γατσιάσει | να έχετε γατσιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν γατσιάσει | είχαν γατσιάσει | θα έχουν γατσιάσει | να έχουν γατσιάσει |
| |
Μεταφράσεις
γατσιάζω
|
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.