γατσιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γατσιάζω < κατσιάζω με [k] > [ɣ] > κατσί + -άζω < μεσαιωνική ελληνική κατσίν

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣaˈt͡sça.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γατσιάζω

Ρήμα

γατσιάζω, αόρ.: γάτσιασα, μτχ.π.π.: γατσιασμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (αμετάβατο) (ιδιωματικό) άλλη μορφή του κατσιάζω
  2. (αμετάβατο) ανατριχιάζω
     συνώνυμα: αναριτσιάζω
  3. (μεταβατικό) (παρωχημένο) ανασηκώνω τις τρίχες υφάσματος με κίνηση του χεριού μου στην επιφάνειά του (ιδίως βελούδου)

Παράγωγα

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.