γαστριμαργικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γαστριμαργικός | η | γαστριμαργική | το | γαστριμαργικό |
| γενική | του | γαστριμαργικού | της | γαστριμαργικής | του | γαστριμαργικού |
| αιτιατική | τον | γαστριμαργικό | τη | γαστριμαργική | το | γαστριμαργικό |
| κλητική | γαστριμαργικέ | γαστριμαργική | γαστριμαργικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γαστριμαργικοί | οι | γαστριμαργικές | τα | γαστριμαργικά |
| γενική | των | γαστριμαργικών | των | γαστριμαργικών | των | γαστριμαργικών |
| αιτιατική | τους | γαστριμαργικούς | τις | γαστριμαργικές | τα | γαστριμαργικά |
| κλητική | γαστριμαργικοί | γαστριμαργικές | γαστριμαργικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γαστριμαργικός < γαστριμαργ(ία) + -ικός
Μεταφράσεις
γαστριμαργικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.