γαμίδι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γαμίδι | τα | γαμίδια |
| γενική | του | γαμιδιού | των | γαμιδιών |
| αιτιατική | το | γαμίδι | τα | γαμίδια |
| κλητική | γαμίδι | γαμίδια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
(χυδαίο)
το γαμίδι (el) ουδέτερο, ενικός
τα γαμίδια (el) πληθυντικός
- το αποτέλεσμα του γαμησιού
- κάτι χαλασμένο, κακό, απαίσιο ή ενοχλητικό
- παλιοκατάσταση απαίσιο συναίσθημα ή απαίσιος τόπος, κωλομέρος
- κωλόπαιδο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.