γαλουχήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

γαλουχήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γαλουχώ
  2. θα γαλουχήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γαλουχώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

γαλουχήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γαλούχηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.